lundi 9 mai 2011

Το ρύζι


Το ρύζι
Γενικά
Μερικά πράγμα της καθημερινής ζωής μας φαίνονται γνωστά, αλλά υπάρχουν μερικά στοιχεία που καλό είναι να ξέρουμε, στο παρόν φυλλάδιο θα ασχοληθούμε με το γνωστό μας δημητριακό: το ρύζι.
Το ρύζι είναι ένα δημητριακό από την Ασία που εισήχθη στην Ελλάδα για παραγωγή καρπού για ανθρώπινη κατανάλωση, και είναι το δημητριακό που καταναλώνεται περισσότερα παγκοσμίως. Στο εμπόριο τα ρύζια βρίσκονται με διάφορες ονομασίες, χρωματισμούς και μεγέθη καρπών. Τα είδη ρυζιού διαφοροποιούνται μεταξύ τους σε σχέση με το μήκος ή πλάτος του σπόρου(μακρόσπορο, λεπτόσπορο, μεσόσπορο), ή ακόμα με την φυσική οσμή που έχει το μπασμάτι που είναι ένα εισαγόμενο ρύζι από τις ευρύτερες περιοχές του Πακιστάν, στις οποίες οι συνθήκες (κλιματολογικές και εδαφολογικές) ανάπτυξης προσδίδουν στο ρύζι το ιδιαίτερο ευχάριστο άρωμα του. Στην Ελλάδα, το παραγόμενο ρύζι είναι υψηλής ποιότητας. Από άποψη χημικής σύστασης, αυτή εξαρτάται εάν το ρύζι είναι αναποφλοίωτο, ή αποφλοιωμένο ή αποπιτυρωμένο. Το άμυλο αποτελεί το 85-90% περίπου του περιεχομένου του αλεσμένου κόκκου (λευκό ρύζι). Οι πρωτεΐνες του ρυζιού θεωρούνται ως καλύτερες και είναι πολύ πιο εύπεπτες από τον ανθρώπινο οργανισμό. Το ρύζι είναι σχετικό φτωχό σε λιποπεριεκτικότηα, και το ενεργειακό του περιεχόμενο είναι 4 cal/g. Το άμυλο και η πρωτεΐνη είναι τα κύρια θρεπτικά συστατικά τόσο του λευκού κόκκου όσο και του απλώς αποφλοιωμένου (καφέ ρύζι, ή ρύζι ολικής άλεσης).
Ο λευκός κόκκος περιέχει επίσης ελεύθερα σάκχαρα, λιπαρές ουσίες, ίνες, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Το ρύζι ολικής άλεσης (καφέ ρύζι) έχει μεγαλύτερη θρεπτική αξία από το λευκό καθώς περιέχει μεγαλύτερο ποσοστό βιταμινών, πρωτεΐνης, λιπαρών ουσιών, ιχνοστοιχείων και διαιτητικών ινών. H περιεκτικότητά του ρυζιού σε βιταμίνες μεταβάλλεται ανάλογα με την επεξεργασία του καρπού. Συγκεκριμένα, η αποπιτύρωση απομακρύνει το 70% των βιταμινών, έτσι σε περιοχές όπου το ρύζι αποτελεί το βασικό μέσο διατροφής η κατεργασία αυτή ουσιαστικά το απογυμνώνει από βιταμίνες, με αποτέλεσμα την εμφάνιση της σοβαρής αβιταμίνωση μπέρι-μπέρι. Η απώλεια των βιταμινών μπορεί να ελαττωθεί με την υδροθερμική κατεργασία πριν την αποπιτύρωση η οποία κατεργασία επιτρέπει την διάχυση ενός τμήματος βιταμινών από τα πίτυρα στο ενδοσπέρμιο(λευκό ρύζι). Σε μερικές χώρες γίνονται τεχνικό εμπλουτισμό του ρυζιού με βιταμίνες.
Η υδροθερμική αυτή κατεργασία προσδίνει στο ρύζι(parboiled) τις εξής ιδιότητες: υψηλή θρεπτική αξία, καλή απόδοση στην μύλο, κατά το βράσιμο δεν κολλάτε ο καρπός, ο καρπός γίνεται ευκολότερος στην κατεργασία. Αυτή συνοψίζεται ως εξής: οι αναποφλοίωτοι καρποί τοποθετούνται στο νερό για κάποιο διάστημα, έπειτα μεταχειρίζονται με θερμοκρασία με χρήση υδρατμούς υπό πίεση ή όχι, στην συνέχεια ξηραίνονται, και στο τέλος γίνεται η αποπιτύρωση σε εξής στάδια:καθαρισμός, αποφλοίωση, αποπιτύρωση, στίλβωση, διαχωρισμός.
Κατά την υδροθερμική κατεργασία προκαλείται ζελατινοποίησης του άμυλου του ρυζιού. Είναι ένας γνωστός τρόπος μείωσης της θραυστικότητάς του ρυζιού. Σκληραίνει τον κόκκο και σφραγίζει εσωτερικές ρωγμές και μαργαρίτες. Για να είναι αποτελεσματική η υδροθερμική αυτή επεξεργασία, πρέπει το άμυλο στο ενδοσπέρμιο να είναι τελείως ζελατινοποιημένο. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να εισχωρεί νερό και να μοιράζεται παντού στον κόκκο του ρυζιού, αλλιώς αυτός θα περιέχει αδιαφανείς κηλίδες που δείχνουν την παρουσία μη ζελατινοποιημένου αμύλου. Κόκκος που περιέχει αυτές τις κηλίδες τείνει να θραύεται κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας. Υπάρχουν όμως και ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά στο κατεργασμένο ρύζι, όπως: ο χρόνος που απαιτείται για μαγείρεμα είναι μακρύτερος, αυτό σχετίζεται με τον βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης νερό που παρουσιάζει το κατεργασμένο ρύζι. Επίσης παρατηρείται στο κατεργασμένο ρύζι αλλοίωση της γεύσης μετά από μακρά αποθήκευση.
Καλλιέργεια
Η καλλιεργούμενη έκταση με ρύζι στην Ελλάδα εκτιμάται γύρω στα 250 000 στρέμματα, με το 80% αυτών να βρίσκεται στον νομό Μακεδονία. Συνολικά ο τομέας απασχολεί 4000 παραγωγούς. Πανελλαδικά υπάρχουν περίπου 28 ορυζόμυλοι. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση εκτιμάται στα 6-7 kg ρύζι κατά κεφαλή/έτος, και η κατά ποικιλία προτίμηση εκτιμάται για την japonica 70%(Νυχάκι, Καρολίνα, Γλασσέ, ...) και indica 30%. Τελευταία παρουσιάζεται και μια αύξηση της ζήτησης του αρωματικού ρυζιού(Μπασμάτι).
Οι ανάγκες της αγοράς ως προς την ποιότητα ρυζιού ανάγκασαν τους παραγωγούς να χρησιμοποιούν σχεδόν όλο και ένα τις ίδιες ποικιλίες για επίτευξη ομοιομορφίας προϊόντος. Ο κίνδυνος αυτής της πρακτικής είναι η εμφάνιση ασθενειών, εντόμων και ζιζανίων που μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να εξαφανίζουν τελείως μια καλλιέργεια ρυζιού. Παράδειγμα είναι με την ποικιλία Thai-BONNET η οποία επιβλήθηκε στην Ελλάδα από ανάγκη μερικών ορυζόμυλων για την επίτευξη εξαγωγής της. Στην αρχή η ποικιλία είχε καλά αποτελέσματα, αλλά μετά με την συνεχή εντατική καλλιέργειας της σε μεγάλες εκτάσεις, παρουσίασε προβλήματα ανταγωνισμού με τα ζιζάνια(μουχρίτσα και το κόκκινο ρύζι), άρχισε να προσβάλλεται και από το έντομο sesamia και από τον μύκητα pyricularia.
Ποικιλίες
Οι ποικιλίες ρυζιού διακρίνονται στους τύπους Japonica και Indica. Οι κατηγορίες: Στρογγυλόσπερμες( μήκος κόκκου <5.5 mm), Μεσόσπερμες(μήκος κόκκου 5.5 – 6.6 mm), Μακρόσπερμες Α(μήκος κόκκου >6.6mm) κατατάσσονται στον τύπο Japonica, ενώ η κατηγορία: Μακρόσπερμες Β(μήκος κόκκου >6.6 mm, και μήκος/πλάτος >3) στον τύπο Indica. Στην Ελλάδα παράγοντας διάφοροι τύποι ρυζιών, τα πλέον διάσημα: Το ρύζι Καρολίνα, Νυχάκι, Μπονέτ, Γλασσέ, όλα είναι του τύπου Japonica.
Ποιότητα ρυζιού
Η ποιότητα του κόκκου ρυζιού ελέγχεται με: εμφάνιση, ποιότητα άλεσης και ποιότητα μαγειρέματος και γεύσης.
α) Εμφάνιση
Η εμφάνιση του κόκκου έχει ιδιαίτερης σημασία για την ποιότητα του ρυζιού, επειδή το περισσότερο ρύζι αγοράζεται και πωλείται βάσει της εμφάνισης. Κύριος παράγοντας που την επηρεάζει είναι η κρυσταλλικότητα του κόκκου. Ο μαργαρίτης, η άσπρη αδιαφανής περιοχή σ' ένα κανονικά διαφανή κόκκο, είναι ανεπιθύμητο γνώρισμα γιατί μειώνει την οπτική εμφάνιση του προϊόντος. Ο μαργαρίτης στους κόκκους ρυζιού προκαλείται από την παρουσία πολύ μικρών διαστημάτων με αέρα ανάμεσα στο άμυλο και την πρωτεΐνη. Κόκκοι που παρουσιάζουν μαργαρίτη στο ενδοσπέρμιό (εσωτερικό μέρος του κόκκου, το άσπρο μέρος) τους έχουν χαλαρή δομή και θραύονται εύκολα υπό πίεση. Σε κανονικούς σκληρούς διαφανείς κόκκους το ενδοσπέρμιο είναι σκληρό.
β) Ποιότητα άλεσης
Κατά τη διαδικασία της άλεσης του κόκκου αφαιρούνται τα εξωτερικά λέπυρα και τα πίτυρα, ενώ συμβαίνει και μικρής έκτασης θραύση του ενδοσπερμίου. Η ποιότητα άλεσης του ρυζιού εξαρτάται από την απόδοση σε ολόκληρους κόκκους. Η άλεση επηρεάζει πολύ τη σύνθεση του ρυζιού. Επειδή οι λιπαρές ουσίες, ίνες, τέφρα και βιταμίνη Β μειώνονται από την επιφάνεια προς τον πυρήνα του κόκκου, η μεγαλύτερη ποσότητά τους αφαιρείται με το πίτυρο το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως ως συστατικό ζωοτροφών. Οι θερμίδες που προέρχονται ουσιαστικά από το άμυλο διατηρούνται στο αλεσμένο ρύζι καθώς και η περισσότερη πρωτεΐνη που συγκεντρώνεται μεταξύ του πιτύρου και των αμυλούχων στρωμάτων. Ένα σημαντικό πρόβλημα κατά την άλεση αλλά και συγκομιδή είναι οι σπασμένοι κόκκοι, καθώς εξαιτίας τους μειώνεται η εμφάνιση, η ποιότητα και η αξία του τελικού προϊόντος. Η υδροθερμική επεξεργασία ελαττώνει τη θραυστικότητα των κόκκων.
γ) Μαγείρεμα του κόκκου ρυζιού και γευστική ποιότητα
Από την άποψη της αποδοχής του ρυζιού από τον καταναλωτή, η συμπεριφορά του κατά το βρασμό είναι ουσιαστική. Οι επιθυμητές ιδιότητες μπορεί να αλλάξουν από μία εθνική ομάδα ή από μία γεωγραφική περιοχή σε άλλη. Επειδή το άμυλο αποτελεί περίπου 90% του ξηρού βάρους του επεξεργασμένου ρυζιού, οι φυσικές και χημικές ιδιότητές του έχουν την κύρια επίδραση στην ποιότητα μαγειρέματος του κόκκου και στη γεύση.
Κριτήρια καλής αποδοχής του είναι η συνεκτικότητά του κατά το βρασμό, η απορρόφηση του νερού με αντίστοιχη αύξηση του όγκου και του βάρους του, η μικρή διαλυτοποίησή του και γενικά μια καλή αισθητική εμφάνιση.
Συνήθως οι εμπορικοί τύποι: μπλου-ροζ, νυχάκι και Καρολίνα αποδίδουν ρύζι κολλώδες (που λασπώνει) όταν βράζουν. Στη χώρα μας οι καταναλωτές προτιμούν κατά 70% περίπου ρύζι κολλώδες και κατά 30% μη κολλώδες(πηγή: Ινστιτούτο Σιτηρών).
Η υφή του βρασμένου ρυζιού είναι συνδεδεμένη με την περιεκτικότητα σε άμυλο. Βρασμένο ρύζι με υψηλή περιεκτικότητα σε άμυλο είναι στεγνό, ενώ εκείνο με χαμηλή περιεκτικότητα είναι κολλώδες και υγρό. Η απορρόφηση του νερού από το ρύζι και η διόγκωσή του κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος επηρεάζονται επίσης άμεσα απ' αυτό. Ρύζι με χαμηλή περιεκτικότητα διογκώνεται λιγότερο κατά το μαγείρεμα και ο βρασμένος κόκκος έχει υψηλότερη πυκνότητα. Η αντοχή του βρασμένου κόκκου στην διάλυση είναι επίσης συνδεδεμένη με αυτό, έτσι όσο υψηλότερη είναι η περιεκτικότητά του τόσο λιγότερο διαλύεται στον βρασμό.
Τι ρύζι να πάρουμε;
Είναι μαι δύσκολη ερώτηση, που η απάντηση είναι στο τι θέλουμε! Επειδή την κουζίνα, είμαστε αρκετοί που την επισκεπτόμαστε κυρίως μόνο προς το ψυγείο(για μπύρα, νερό..), έτσι δεν είμαι σε θέση να προτείνω, μόνο να μάθω. Ως τόσο, βρήκα μια μικρή πληροφορία που και ελπίζω οι γνώστες της μαγειρικής να μπορεί να την διορθώσουν.
Το ρύζι Καρολίνα συνιστάται για πιλάφι χυλωμένο. Όταν λέμε χυλωμένο, εννοούμε πως οι κόκκοι του ρυζιού, χωρίς να λιώσουν απελευθερώνουν κατά το μαγείρεμα το άμυλο τους κι έτσι το αποτέλεσμα είναι μελάτο και ζουμερό, λιγότερο, όμως, από ένα ριζότο, το οποίο απαιτεί διαφορετική τεχνική μαγειρέματος και άλλους τύπους ρυζιού. Αναλογία ρυζιού - υγρού: 1 μέρος Καρολίνα χρειάζεται 2½ - 3 μέρη υγρού για να μαγειρευτεί. Αυτό εξαρτάται από την επιφάνεια της κατσαρόλας (αν έχει μεγάλη διάμετρο, το υγρό εξατμίζεται γρηγορότερα) και από το αν σκεπάσουμε ή όχι το σκεύος. Χρόνος μαγειρέματος: Χρειάζεται γύρω στα 13 (αν θέλουμε να κρατάει λίγο) - 15 λεπτά (αν μας αρέσει πιο μαλακή).Τρώμε αμέσως: Το πιλάφι με Καρολίνα είναι καλύτερο να σερβιριστεί αμέσως αφού μαγειρευτεί. Αν μείνει, μπορεί να λασπώσει, καθώς ο συγκεκριμένος τύπος έχει μεγάλο βαθμό διόγκωσης και συνεχίζει να φουσκώνει. Γι' αυτό καλό είναι να το μαγειρεύουμε λίγα λεπτά προτού το καταναλώσουμε.
Αν μας αρέσει το πιλάφι να μην είναι ούτε σπυρωτό ούτε χυλωμένο, τότε παίρνουμε Νυχάκι. Βέβαια, κι εδώ το αποτέλεσμα είναι ζουμερό, αλλά λίγο λιγότερο απ' ότι με ρύζι Καρολίνα. Αναλογία ρυζιού - υγρού: Ισχύει η ίδια αναλογία, όπως και στην Καρολίνα, δηλαδή, 1 προς 2½ – 3. Χρόνος μαγειρέματος: Θέλει γύρω στα 10 - 12 λεπτά. Τρώμε αμέσως: Ισχύει ότι και για την Καρολίνα, πρέπει να μαγειρεύεται λίγο πριν σερβιριστεί.
Αν προτιμούμε το σπυρωτό πιλάφι(οι κόκκοι του ρυζιού παραμένουν ένας ένας, μετά το μαγείρεμα), το ιδανικό ρύζι είναι το parboiled(Μπονέτ). Αναλογία ρυζιού - υγρού: Για το μαγείρεμα του parboiled ρυζιού υπολογίζουμε 1 μέρος ρύζι - 2½ μέρη υγρό. Χρόνος μαγειρέματος: Θέλει 15-20 λεπτά, ανάλογα με το πόσο μαλακό το θέλουμε. Μπορεί να καταναλωθεί αμέσως ή μετά από ώρα. Στη δεύτερη περίπτωση, σκεπάζουμε την κατσαρόλα με καθαρή, βαμβακερή πετσέτα και την κλείνουμε με το καπάκι. Έτσι, πετυχαίνουμε να μην πέσουν μέσα στην κατσαρόλα οι υδρατμοί, πράγμα που θα συνέβαινε αν την κλείναμε μόνο με το καπάκι και μαλακώσει πολύ το πιλάφι.
Καλή παραγωγή και καλή όρεξη!


Kaleng Mwangal
Γεωπόνος - ΓΠΑ



lundi 28 février 2011

Τα κύρια θρεπτικά συστατικά στο έδαφος: Άζωτο, Φώσφορος και Κάλιο

N (Άζωτο)

        Ένα από τα κύρια συστατικά, βοηθά στην κανονική ανάπτυξη όλων των μερών του φυτού. Εάν το Ν βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες στο έδαφος, προκαλεί υπερβολική βλάστηση, υδαρείς ιστούς, ανθόρροιες(πτώση ανθέων), ενώ η έλλειψη του προκαλεί καθυστέρηση στην ανάπτυξη, χλώρωση στα παλιότερα φύλλα κ.λπ. Από τα αζωτούχα λιπάσματα, μερικά αυξάνουν την οξύτητα εδάφους(ουρία, νιτρική αμμωνία...) και άλλα την μειώνουν αυξάνοντας την αλκαλικότητα(νιτρικό ασβέστιο, νιτρικό νάτριο...) η νιτρική μορφή αποτελεί την κύρια πηγή αζωτούχου θρέψης όλων των καλλιεργειών. Όλες οι άλλες μορφές αζώτου που απαντώνται στο έδαφος, δηλ. το άζωτο των οργανικών συστατικών του εδάφους, η ουρία ακόμη και το αμμωνιακό άζωτο, με τη βοήθεια της μικροβιακής χλωρίδας του εδάφους μετατρέπονται σε νιτρικό άζωτο. Αυτό όμως συμβαίνει μόνο όταν οι συνθήκες νιτροποίησης , δηλ. θερμοκρασία, υγρασία, πεχά, είναι ευνοϊκές, όπως συνηθέστερα παρατηρείται κατά το Φθινόπωρο και μετά τον Απρίλιο
Τα λιπάσματα σε 2 μορφές: αμμωνιακή και νιτρική(πιο αφομοιώσιμη από τα φυτά σε όξινα ή αλκαλικά εδάφη)

P (Φώσφορος)

         Βασικό στοιχείο, χρήσιμο στην παραγωγή καρπών και σπόρων. Ερεθίζει τα φυτά για παραγωγή ριζών και ανάπτυξη σπόρων, βελτιώνει την ποιότητα της βλάστησης και των καρπών, επίσης αυξάνει την αντοχή των φυτών σε ασθένειες. Ιδιαίτερο δυσκίνητο στο έδαφος, γ'αυτό και εφαρμόζεται συνήθως κοντά στις ρίζες. Σε έλλειψη φωσφόρου, τα φυτά σταματούν να αναπτύσσονται και τα άνθη αποτυγχάνουν να καρποδέσουν.
Σε ισχυρά όξινα εδάφη, ο φώσφορος δεσμεύεται με το αργίλιο και τον σίδηρο, έτσιτο έδαφος πρέπει να είναι ελαφρύ όξινο ή ουδέτερο
Τα λιπάσματα: υπερφωσφορικά, φωσφορικό αμμώνιο, φωσφορικό οξύ και τριπλό υπερφωσφορικό

K (Κάλιο)

           Είναι απαραίτητο για την άριστη ποιότητα και ποσότητα της παραγωγής. Η ποσότητα του κυμαίνεται μεταξύ 0,1% και 3%. Έχει μεγάλη κοινητικότητα μέσα στο φυτό.
Το Κ:  επηρεάζει την δραστηριοποίηση των ενζύμων και με αυτό στο σχηματοσμό και μετασχηματισμό ουσιών,
                 επηρεάζει το ισοζύγιο του νερού(στην πρόσληψη και μετακίνηση του νερού στο φυτό).
Η έλλειψη καλίου σημειώνεται συνήθως στα ελαφρά και όξινα εδάφη. Η μάρανση των φύλλων όταν συνοδεύεται με ελαφρό ξεθώριασμα της περιφέρειας τους είναι μια ένδειξη της ελλειματικής σε κάλιο θρέψεως των φυτών. Η έλλειψη καλίου από το έδαφος, υποχρεώνει σε μεταφορά μεγάλων ποσοτήτων καλίου από τα μεγαλύτερης ηλικίας φύλλα προς τα νεαρότερης ηλικίας φύλλα. Γι' αυτό τα συμπτώματα που είναι το κιτρίνισμα και το κάψιμο της περιφέρειας των φύλλων γίνονται ορατά πρώτα στα ηλικιωμένα φύλλα, τα οποία στην συνέχεια ξηραίνονται και πεθαίνουν
Τα λιπάσματα: είτε ως άλας του υδροχλωρικού οξέος(Cl), είτε του θεϊκού οξέος(θείο): το χλωριούχο κάλιο, θεϊκό κάλιο, νιτρικό κάλιο(για τα κηπευτικά)



vendredi 25 février 2011

Σημασία μερικών στοιχείων ενός εδάφους: PH του εδάφους, αγωγιμότητα εδάφους, οργανική ουσία στο έδαφος και ο λόγος άνθρακας προς άζωτο στο έδαφος.






P


1) Μέγεθος που δείχνει πόσο όξινο ή αλκαλικό είναι το εδαφικό διάλυμα - το νερό του εδάφους δηλαδή που περιέχει διαλυμένα τα θρεπτικά στοιχεία. Τα εδάφη με πολύ ασβέστιο είναι αλκαλικά ενώ αυτά με ελάχιστο είναι όξινα. Το pH το μετρούμε με μια κλίμακα από 0 έως 14. Ωστόσο τα φυτά αναπτύσσονται στην περιοχή από το 5 έως το 9 περίπου (το 7 είναι το ουδέτερο pH).
2) Το κάθε φυτό έχει τις προτιμήσεις του. Ένα φυτό που βρίσκεται σε έδαφος με ακατάλληλο pH συνήθως υποφέρει από τροφοπενίες, γιατί δεν μπορεί να απορροφήσει κάποια θρεπτικά συστατικά του εδάφους ακόμα και αν αυτά βρίσκονται σε επαρκή ποσότητα.
3) Η απορρόφηση των ανόργανων συστατικών από τις ρίζες των φυτών π.χ. άζωτο, σίδηρο γίνεται μόνο όταν είναι διαλυμένα σε νερό. Εξαιρετικά όξινα ή αλκαλικά, εδάφη δεν επιτρέπουν σε αρκετά θρεπτικά συστατικά για τα φυτά να διαλυθούν και κατά συνέπεια αυτά δεν σε θέση να τα απορροφήσουν. Καθώς τα φυτά δεν λαμβάνουν τις απαιτούμενες ποσότητες θρεπτικών συστατικών, εμφανίζουν μειωμένη παράγωγη, μικρή ανάπτυξη και είναι επιρρεπή και ευπρόσβλητα σε ασθένειες φυτών.
4) Πρακτικά λοιπόν η γνώση του βαθμού οξύτητας, μας επιτρέπει το φύτεμα δέντρων και φυτών τα οποία έχουν αντίστοιχες απαιτήσεις ή την τροποποίηση του εδάφους σε σχέση με φυτά και δέντρα τα οποία ήδη υπάρχουν.

Αγωγιμότητα εδάφους

1) Από την οποία εκτιμάτε η αλατότητα ενός εδάφους, πολλαπλασιάζοντας την ειδική αγωγιμότητα εδάφους επί 0,128.
2)υψηλή αγωγιμότητα σημαίνει υψηλή αλατότητα εδάφους


Οργανική ουσία στο έδαφος

1) Η οργανική ουσία του εδάφους αποτελεί πηγή βιοποικιλότητας του εδάφους, ενεργώντας ως δεξαμενή θρεπτικών ουσιών όπως το άζωτο, ο φώσφορος και το θείο, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τον κύριο συντελεστή γονιμότητας του εδάφους.
2) Ο οργανικός άνθρακας του εδάφους υποστηρίζει τη δομή του εδάφους βελτιώνοντας το φυσικό περιβάλλον των ριζών ώστε να διεισδύσουν μέσα στο έδαφος.
3) Η οργανική ουσία απορροφάει νερό – έχει την ικανότητα να συγκρατεί περίπου έξι φορές το βάρος της σε νερό – και κατά συνέπεια η σημασία της για τη βλάστηση σε φυσικά ξηρά και αμμώδη εδάφη είναι καθοριστική. Τα πλούσια σε οργανική ουσία εδάφη έχουν καλύτερη δομή πράγμα που βελτιώνει τη διήθηση νερού και μειώνει την ευπάθεια του εδάφους στη συμπύκνωση, στη διάβρωση, στην απερήμωση και στις κατολισθήσεις.

Ο λόγος C/N

Η σχέση C/N είναι πολύ σημαντική και η ιδανική τιμή της πρέπει να είναι γύρω στο 25-35/1. Ο άνθρακας είναι βασικά αυτός που παρέχει ενέργεια στους μικροοργανισμούς, ενώ το άζωτο βασικό
συστατικό για τη δημιουργία των πρωτεϊνικών συστατικών τους. Αν η τιμή του C/N είναι μεγαλύτερη, απαιτείται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την αποσύνθεση, ενώ αν είναι μικρότερη, τότε μέρος του αζώτου χάνεται στην ατμόσφαιρα με τη μορφή αμμωνίας. Η ρύθμιση του λόγου C/N μπορεί να γίνειμε την ανάμειξη υλικών που έχουν διαφορετικές τιμές C/N. Τα άχυρα περιέχουν μεγάλο ποσοστό άνθρακα, ενώ η εμπλουτισμένη με ούρα κοπριά, περιέχει μεγάλο ποσοστό αζώτου
Σχέση C/N : Κατά τη διάρκεια της αποικοδόμησης της ενσωματωμένης στο έδαφος πράσινης φυτικής μάζας, βασική σημασία έχει η τιμή του πηλίκου περιεκτικότητα άνθρακα προς άζωτο (C/N). Η τιμή C/N θα πρέπει να είναι χαμηλή, ιδιαίτερα όταν πρόκειται ν’ ακολουθήσουν καλλιέργειες μη ψυχανθών ειδών, ώστε το άζωτο που απελευθερώνεται κατά την αποικοδόμηση της
φυτικής μάζας από τη δράση των μικροοργανισμών του εδάφους, να είναι διαθέσιμο στα φυτά της καλλιέργειας που ακολουθεί. Όσο τα φυτά της καλλιέργειας αυτής αναπτύσσονται, η περιεκτικότητα του εδάφους σε άνθρακα αυξάνεται, ενώ η περιεκτικότητα σε πρωτεϊνες και κατά συνέπεια και σε άζωτο μειώνεται. Το ιδανικό πηλίκο C/N, για την ταχύτερη αποικοδόμηση των οργανικών υπολειμμάτων, κυμαίνεται από 15/1 έως 25/1, ανάλογα με το φυτικό είδος.
Όταν το πηλίκο C/N είναι μεγάλο, οι μικροοργανισμοί του εδάφους που είναι υπεύθυνοι για τη διάσπαση των οργανικών υπολειμμάτων, έχοντας στη διάθεσή τους αφθονία ενέργειας (πολύ άνθρακα), πολλαπλασιάζονται υπέρμετρα. Τότε λοιπόν, όσο άζωτο παράγεται από τη διάσπαση των
φυτικών υπολειμμάτων καταναλώνεται από τους μικροοργανισμούς για την οικοδόμηση των πρωτεϊνών τους και επί πλέον καταναλώνεται και το εδαφικό διαθέσιμο ανόργανο άζωτο, για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των αυξηθέντων μικροοργανισμών. Αυτή η εξέλιξη έχει ως αποτέλεσμα οι κύριες καλλιέργειες να υποφέρουν από έλλειψη ανόργανου αζώτου. Σε τέτοιες περιπτώσεις ενσωμάτωσης πράσινης φυτικής μάζας χλωρήςλίπανσης με υψηλό πηλίκο C/N, συνιστάται η προσθήκη στο έδαφος μικρών ποσοτήτων οργανικού αζώτου, για να καλυφθούν οι πρώτες ανάγκες των μικροοργανισμών.



mardi 22 février 2011

Το Γεράνι




Γεράνι

Είδος

  • Πολυετές
  • Ανθίζει το καλοκαίρι, αλλά σε ευνοϊκές συνθήκες μπορεί να ανθίζει όλο το χρόνο με μικρή περίοδο ανάπαυσης
  • Παρουσιάζει και διάφορα είδη, τα λεγόμενα Πελαργόνια.

Πως φυτεύεται:

  • Το Γεράνι φυτεύεται το καλοκαίρι
  • Τα έτοιμα φυτά μπορεί να τα προμηθευτούμε από τα φυτώρια
  • Όποιος θέλει, μπορεί να φυτεύει μοσχεύματα κορυφής ως εξής: κόβουμε ένα κλαρί 5 – 15 cm από την κορυφή πάνω από ένα κόμβο, απομακρύνουμε τα κάτω φύλλα και στην συνέχεια εάν έχουμε προμηθευτεί μια ειδική ορμόνη για γρήγορη ριζοβολίας, βουτάμε το κάτω μέρος του μοσχεύματος στην ορμόνη, έπειτα φυτεύουμε τα μοσχεύματα σε μικρές γλάστρες με υγρό υπόστρωμα (τύρφη/περλίτη). Τοποθετούμε τις γλάστρες σε σημείο με αρκετό φως. Σε 2 – 3 βδομάδες κανονικά πρέπει να ριζοβολούν τα μοσχεύματα, τα οποία μεταφυτεύουμε στις τελικές γλάστρες.
  • Το Γεράνι είναι φυτό χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες στις μεταφυτεύσεις, αλλά πάντα να προσέχουμε να μην προκαλούμε ζημιές στο ριζικό σύστημα των φυτών κατά την μεταφύτευση.

Που καλλιεργείται

  • Το Γεράνι είναι φυτό εξωτερικού χώρου, και χρειάζεται αρκετό φως για την καλή ανάπτυξη του.
  • Σε γλάστρες, απευθείας στο χώμα, σε παρτέρια και ζαρντινιέρες
Γιατί καλλιεργείται

  • Το Γεράνι καλλιεργείται για τα πολύχρωμα άνθη του.
  • Έχει άνθη μεγάλης διάρκειας

Φροντίδες

  • Απομακρύνουμε τα μαρασμένα λουλούδια, τα ξηρά φύλλα. Σε τακτά διαστήματα κορυφολογούμε για να ευνοηθεί ο σχηματισμός διακλαδώσεων, δηλαδή αύξηση του τελικού αριθμού ανθέων ανά φυτό
  • Το πότισμα το καλοκαίρι πρέπει να είναι ικανοποιητικό πάντα με την σκέψη “λίγο νερό αλλά συχνά.
  • Το χειμώνα, τα ποτίσματα πρέπει να είναι πιο αραιά, και μόνο όταν ξηραθεί τελείως το χώμα( αυτό το τσεκάρουμε εισάγοντας ένα δάκτυλο στο χώμα)
  • Το καλοκαίρι λιπαίνουμε κάθε 15 ημέρες με ένα λίπασμα ειδικό για ανθόφυτα πλούσιο σε ποτάσα(Κάλιο)

Προβλήματα

  • Όταν παρατηρείται έλλειψη ανθοφορίας, αλλά μια πλούσια βλάστηση, αυτό δείχνει ότι υπάρχει υπερβολική χρήση ενός αζωτούχου λιπάσματος.
  • Το Γεράνι προσβάλλεται από αρκετά παράσιτα, και επειδή είναι σχετικά ένα εύκολα φυτό, και σχετικά χαμηλού κόστους, σε περίπτωση προσβολών μην ξοδευτείτε για χημικά φάρμακα, απλά απομακρύνετε τα άρρωστα φυτά και αντικαταστήσετε τα με νέα.
  • Το Γεράνι θεωρείται σαν ένα τοξικό φυτό, πρέπει να προσέχετε τα μικρά παιδιά και τα οικόσιτα ζώα σας.




mardi 8 février 2011

Γαρδένια





Γαρδένια

Είδος:

  • Πολυετές
  • Ανθίζει από το τέλος φθινοπώρου μέχρι αρχές άνοιξης, με το μέγιστο της ανθοφορίας τα Χριστούγεννα.

Πως φυτεύεται:

  • Προμηθευόμαστε τα φυτά από τα φυτώρια στις αρχές φθινοπώρου
  • Τα μεταφυτεύουμε σε μεγαλύτερες γλάστρες ανάλογα με τον χώρο που έχουμε
  • μεριμνάμε να ανοίξουμε τις τρύπες αποστράγγισης
  • Τοποθετούμε αδρανή υλικά στο πάτο της γλάστρας: πετραδάκια ή θρυμματισμένα κομμάτια από πήλινο βάζο ή απλά μια στρώση από περλίτη.
  • Επειδή η γαρδένια είναι ασβεστόφοβα (δεν προτιμαει υψηλή αλκαλικότητα του νερού ή του υποστρώματος ανάπτυξης), θα χρησιμοποιούμε ειδικά για την γαρδένια υποστρώματα εμπορίου ή φυλλόχωμα.
  • Γεμίζουμε την γλάστρα με το χώμα μαζί με μια μικρή ποσότητα σύνθετου λιπάσματος αργής διάλυσης( στο εμπόριο υπάρχουν αρκετά)
  • Κάνουμε την μεταφύτευση με προσοχή, έτσι ώστε να μην σπάει η μπάλα χώματος, ή να μην προκαλέσουμε ζημιά στις ρίζες.
  • Αμέσως μετά πιέζουμε καλά το χώμα , και στην συνέχεια ποτίζουμε.
  • Μια φορά τον μήνα μαζί με το νερό ποτίσματος, προσθέτουμε ένα όξινο λίπασμα γρήγορης διάλυσης(πχ θειική αμμωνία), όμως στην αγορά κυκλοφορούν ειδικά διαλύματα για την γαρδένια πλούσια και σε ιχνοστοιχεία(σε περίπτωση χρήσης τέτοιων διαλυμάτων, να ακολουθήσετε πιστά τις οδηγίες).
  • Τις γλάστρες τις τοποθετούμε στο μπαλκόνι σε ημισκιερό μέρος στην ανατολική ή στην δυτική πλευρά του σπιτιού για αποφυγή κρύων ανέμων τον χειμώνα και των ζεστών το καλοκαίρι.

Που καλλιεργείται

  • Μέσα στις γλάστρες στα μπαλκόνια
  • στις ζαρντινιέρες
  • ή και απευθείας στο έδαφος μέσα σε λάκκους στο βάθος των οποίων τοποθετούμε ένα σύνθετο λίπασμα και ένα πλούσιο χώμα.

Γιατί καλλιεργείται

  • Για τα λευκά αρωματικά άνθη
  • Σαν γενική πρασινάδα στον κήπο ή μπαλκόνι.

Φροντίδες

  • Προσοχή στο πότισμα (σωστή δόση και νερό καλής ποιότητας)
  • Στο πότισμα ισχύει η λογική: “Μικρή δόση ή ποσότητα νερού και συχνό πότισμα” όχι πολύ νερό και σπάνια
  • Πριν ποτίζουμε πρέπει να βεβαιωθούμε ότι είναι ξηρό το χώμα
  • Απομακρύνουμε πάντα: Τα μαρασμένα άνθη, ξηρά φύλλα και ξηρά κλαριά
  • Για αύξηση αριθμό ανθέων, κάθε αρχή άνοιξης κόβουμε τουλάχιστον την κορυφή των βλαστών(περίπου 5 cm).
  • Το καλοκαίρι, σε ξηρές συνθήκες, να διατρέχουμε το φύλλωμα για να δροσιστεί το φυτό, αλλά όταν υπάρχουν άνθη, το βρέξιμο αυτό μπορεί να προκαλέσει αποχρωματισμό ανθέων.
  • Από την άνοιξη μέχρι φθινόπωρο, λιπαίνουμε κάθε 15 ημέρες με όξινα λιπάσματα, τέτοια λιπάσματα υπάρχουν αρκετά στο εμπόριο, και μάλιστα μερικά είναι ειδικά για την γαρδένια.

Προβλήματα

  • Η γαρδένια προσβάλλεται από μελίγκρα, ακάρεα και κοκκοειδή, μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις συνιστούμε την χρήση των χημικών φυτοπροστατευτικών.
  • Κιτρίνισμα φύλλων, αλλά με τα νεύρα να παραμένουν πράσινα: οφείλεται σε σκληρότητα νερού, το φυτό δυσκολεύεται να προσλαμβάνει το Σίδηρο. Σε αυτήν την περίπτωση ποτίζουμε με νερό βροχής ή απλά με βρασμένο νερό αφού κρυώσει, και προσθέτουμε λίπασμα πλούσιο σε Σίδηρο.
  • Κιτρινίζουν επίσης τα φύλλα σε συνθήκες έλλειψης φωτισμού
  • Τα μπουμπούκια πέφτουν πριν καν ανοίξουν: Είναι έλλειψη υγρασίας, πολύ ξηρός αέρας. Σε αυτήν την περίπτωση διαβρέχουμε τα φυτά καθημερινά πριν ανοίξουν τα μπουμπούκια.





mercredi 19 janvier 2011

Τα ζιζάνια: Το τριφύλλι.


Το τριφύλλι, ή αγριοτριφύλλι, είναι ένα πλατύφυλλο ζιζάνιο που παρατηρείτε σχεδόν παντού στην Ελλάδα. Μερικά είδη του φυτού αυτού, καλλιεργούνται σαν βοσκότοπο ή και στην δημιουργία σανού ως ζωοτροφή, μερικά είδη σε μερικά μέρη του κόσμου τα χρησιμοποιούνται σαν βότανα ή και για ανθρώπινη κατανάλωση. Σαν ζιζάνιο το τριφύλλι είναι πολύ δύσκολο στην καταπολέμηση. Χρειάζεται μια ολοκληρωμένη καταπολέμηση, συνδυάζοντας δηλαδή καλλιεργητικά, μηχανικά, και χημικά μέτρα. Όμως εξαρτάται και από το είδος της γεωργίας ( βιολογική ή συμβατική). 
Καλλιεργητικά μέτρα:
  • Το όργωμα πρέπει να γίνει σε σωστό στάδιο, πριν το τριφύλλι ανθίζει,
  • Να βεβαιωθείτε ότι τα εργαλεία που χρησιμοποιείτε να μην είναι μολυσμένο από κάποιο άλλο αγρόκτημα με πρόβλημα τριφυλλιού,
  • Να προσέχετε το πότισμα και την λίπανση, να γίνονται με μέτρο και σωστά, κυρίως σε περίπτωση που χρησιμοποιείτε κοπριά, να μην είναι μολυσμένη με σπόρους τριφυλλιού.
  • Να παρατηρείτε και τα γειτονικά αγροκτήματα εάν παρουσιάζουν και εκείνα το πρόβλημα με το τριφύλλι και εάν δεν καταπολεμούνται σωστά, ο σπόρος μεταφέρετε και στο δικό σας.
Μηχανικά μέτρα:
  • Σε περίπτωση χρήσης κοπτικών μηχανών, η κοπή να γίνει σε στάδιο πριν την άνθηση πάντα.
  • Η κοπή μπορεί να συνδυαστεί και με την εδαφοκάλυψη με ένα ειδικό μαύρο πλαστικό.
  • Σε μικρές εκτάσεις, όπως κήπο ή βεράντα, να γίνεται ολόκληρη εκρίζωση του φυτού
  • Σε οπωρώνες και φυτείες ελιάς, μπορεί να επιτραπεί την εντατική βόσκηση, έτσι ώστε να μειωθεί ο κόπος κατά το όργωμα ή κοπή.
Χημικά μέτρα:
  • Εάν θέλετε να κάνετε μια χημική καταπολέμηση, να προτιμάτε ειδικά εκλεκτικά ζιζανιοκτόνα κατά των πλατύφυλλων ζιζανίων(προφυτρωτικά και ματαφυτρωτικά τον χειμώνα, και μεταφυτρωτικά στις υπόλειπες εποχές),
  • Τα ζιζανιοκτόνα με βάση το glyphosate, metsulfuron και dicamba, έχουν δώσει ικανοποιητικά αποτελέσματα κατά το τριφύλλι(και να ακολουθήσετε πάντα τις οδηγίες χρήσης των χημικών φυτοπροστευτικών προϊόντων).